- προσοικειώ
- -όω, Αβλ. προσοικειώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσοικειώνω — προσοικειῶ, όω, ΝΑ [οἰκειῶ] νεοελλ. μέσ. προσοικειώνομαι α) (μτβ.) κάνω κάποιον φίλο μου ή οπαδό μου, τόν παίρνω με το μέρος μου, τόν προσεταιρίζομαι β) (αμτβ.) γίνομαι οικείος προς κάτι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω («προσοικιώθηκε με τη νέα… … Dictionary of Greek
προσοικείωση — η / προσοικείωσις, ώσεως, ΝΑ [προσοικειῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσοικειώνω, εξοικείωση νεοελλ. προσεταιρισμός, προσέλευση … Dictionary of Greek